INSIDER: The Woke Culture

Μπορεί ένα σχόλιο που θα κάνεις να σε διαγράψει από τις λίστες προτίμησης των καταναλωτών; Αξίζει να συμβαίνει αυτό; Τα νέα κοινωνικά ρεύματα είναι εδώ και μας επηρεάζουν κάθε λεπτό που περνά.

Από την Αγάπη Μαναριώτη

 

Η έννοια της αφύπνισης, της αντίδρασης απέναντι στα στερεότυπα, στα κατεστημένα και στις αδικίες που αυτά φέρνουν μαζί τους, πρωτοεμφανίστηκε τον προηγούμενο αιώνα. Παρόλα αυτά, στο σήμερα προσδιορίζεται ως ένα ορμητικό κοινωνικό ρεύμα που θέτει υπό αμφισβήτηση το σύνολο της πραγματικότητας και διαπραγματεύεται την νέα ορθότητα. Παράγωγο την “Woke Culture” είναι η “Cancel Culture», η οριστική «διαγραφή» όσων παραβιάζουν τις νέες κοινωνικές συμβάσεις που πρότεινε το ρεύμα των Woke.
Ερευνητές και media ήδη αναφέρονται στο δεύτερο «παιδί» της κουλτούρας της αφύπνισης, το Outrage Culture, με έντονο το συναισθηματικό φορτίο του θυμού απέναντι σε αυτούς που αξίζουν να γίνονται cancelled. Αυτή η μεγάλη συζήτηση (η οποία ίσως τελικά να μην τηρεί ακριβώς τους κανόνες του διαλόγου) έχει πολιτική χρησιμότητα, με κίνδυνο να χαθεί το πραγματικό και πολύ ουσιαστικό νόημα του #staywoke.

Γενικά, η λέξη «Woke», πέρα από την κυριολεκτική της έννοια «Ξύπνιος», δηλαδή αυτός που δεν κοιμάται, συνδέθηκε βαθιά με τις κοινότητες των Αφροαμερικανών ως αποδέκτες ρατσιστικής βίας και αδικίας. Μετά την δολοφονία του Michael Brown από λευκό αστυνομικό το 2014, στο Μιζούρι, η «αφύπνιση» σήμαινε την κυριολεκτική επιφυλακή για το επόμενο ρατσιστικό χτύπημα. Μεταξύ των Αφροαμερικανών το Woke ήταν μια λέξη με μεγάλη σημασία, αφού υπενθύμιζε την ρατσιστική βία και την ανάγκη να «κοιτάνε πίσω από τον ώμο τους» κάθε στιγμή. Στην ποπ κουλτούρα αυτής της κοινότητας βρίσκουμε το “awakeness” ως έννοια και ως φράση στη λογοτεχνία, στην μουσική και κυρίως στους στίχους της hip-hop.

Από την δολοφονία του Brown μέχρι την δολοφονία του George Floyd και την εξέγερση του #blacklivematters, τεράστια κινήματα όπως το #MeToo δανείστηκαν την λογική του Woke, με πολύ ουσιαστικό αίτημα όμως να τιμωρηθούν οι (ξεκάθαροι) εγκληματίες, όπως ο Henry Weinestin. Η δολοφονία του George Floyd, όμως, σηματοδότησε την εξής σημειολογική και ουσιαστική αλλαγή: Το Woke Culture ταυτίστηκε με την αριστερή πολιτική στην Αμερική και απέκτησε πολιτικό (και κομματικό) πρόσημο, πέρα από τα κοινωνικά του αιτήματα. Οι οπαδοί της “Woke Culture” ουσιαστικά υιοθέτησαν τον αντι-δεξιό τους ρόλο και ξεκίνησαν να αντιτίθενται σε ο,τιδήποτε συνδέονταν με δεξιές και πιο συντηρητικές πολιτικές, υποστηρίζοντας σταδιακά ένα δίπολο, μια διχαστική ρητορική: Αν δεν είσαι μαζί μας, είσαι εναντίον μας. Σε αυτό το σημείο, σύμφωνα με τους ερευνητές, βρίσκεται ο εκτροχιασμός της «αφύπνισης»: οι διαχωρισμοί που εξ’ ορισμού προσπαθούσαν να εξαλείψουν οι Αφροαμερικανοί που έπρεπε να είναι «woke» έγιναν κεντρική ιδεολογία του νέου “awakeness”.

Οι woke, σε παραλληλισμό με διάφορες βιβλικές αναφορές, είναι αυτοί που δεν έβλεπαν, όμως τώρα βλέπουν, και η καθαρή ματιά τους, τους επιτρέπει να λειτουργούν ως θεματοφύλακες της κοινωνίας και της ορθότητας. H Chloe Valdary, ιδρύτρια του Compassionate Anti-Racism ιδρύματος, όμως, σημειώνει ότι τα θύματα ρατσισμού τελικά δεν ωφελούνται από την γενίκευση της «αφύπνισης» καθώς έχει διαβληθεί το πραγματικό της νόημα. Οι δεξιοί χρησιμοποιούν τον χαρακτηρισμό «woke» ως προσβολή και το κίνημα έναντι στην ορθότητα της πολιτικής του κατεστημένου έγινε εργαλείο του πολιτικού λόγου σηματοδοτώντας ένα ακόμη κοινωνικό παράδοξο.

 

Η Cancel Culture: ένα βήμα μετά

Η Cancel Culture, «ξαδέρφη» της Woke, είναι ξεκάθαρο προϊόν των social media. Όπως επισημαίνουν οι κοινωνιολόγοι, έχοντας πλέον αποξενωθεί και ερμηνεύοντας την πραγματικότητα μέσα από το πρίσμα της κοινωνικής δικτύωσης, οι νεότερες γενιές αναζητούν έναν τρόπο αντίδρασης προσαρμοσμένο στην ζωή τους, στον οποίο απάντησε η κουλτούρα της διαγραφής: η απαξίωση όσων ξεφεύγουν από την αποδοχή των αφυπνισμένων, η οριστική διαγραφή τους, τόσο από το σύμπαν της κοινωνικής δικτύωσης, όσο και από την σφαίρα της προσοχής μας γενικά. Για άλλη μια φορά αυτή η στάση έχει τις ρίζες της στις κοινότητες των Αφροαμερικανών που γύρισαν την πλάτη σε προσωπικότητες τύπου Kanye West, που έγιναν μεγάλοι και ξέχασαν τις ρίζες τους -σε αντίθεση με την «Jenny from the block». Μια συλλογική απάντηση τύπου «Μπορεί να μην έχω την δική σου δύναμη, η δύναμή μου, όμως, είναι να σε ακυρώσω» όπως το διατυπώνει η Anne Hudley, από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.

Και πάλι, φεύγοντας από το προσδιορισμένο πλαίσιο αυτής της κοινότητας, η cancel culture έγινε το αντίθετο από αυτό που ευαγγελίζεται: είναι πια η κουλτούρα της κριτικής και της επιθετικότητας, που σε τίποτα δεν σχετίζεται με τον ακτιβισμό, όπως είπε ο Barack Obama. Όσοι προσεγγίζουν το θέμα καλοπροαίρετα, προτείνουν ένα νέο προσδιορισμό του ρεύματος, ως η κουλτούρα των συνεπειών.

Έχουν τελειώσει οι εποχές που οι δυνατοί, τύπου Weinstein, και οι διάσημοι, τύπου Johnny Depp, είχαν ελεύθερο πάσο για να κάνουν ό,τι θέλουν, χωρίς να φοβούνται την κατακραυγή. Το απυρόβλητο, υποκαθίσταται από την ευθύνη και αυτή η ευνοϊκή μεταχείριση διαγράφεται. Προφανέστατα, το να λειτουργούμε ως παρατηρητές αυτών που συμβαίνουν γύρω μας και να επισημαίνουμε το άδικο, την καταπίεση και τα δύο μέτρα και δύο σταθμά είναι η κοινωνική μας υποχρέωση και ο ρόλος μας μέσα σε ένα τοπίο με περισσότερες προσβάσεις και δυνατότητες. Από την άλλη, η ίδια η cancel culture καταλήγει να χρειάζεται παρατηρητές, για να ανακόψουν αυτή την αυτόματη αντίδραση στο διαφορετικό, ακόμη κι αν εκφράζεται από εξίσου ευαίσθητα κινήματα. Τα μέλη αυτή της κουλτούρας, στην νέα της διάσταση δεν συγχωρούν, καταδικάζουν. Ενόσω το κύριο αίτημα αφορά την ανοχή προς το διαφορετικό και την ενσυναίσθηση, μέρα με τη μέρα το παράδοξο εντείνεται και η cancel culture κινδυνεύει να αυτοαναιρεθεί.

Το βασικό πρόβλημα με όλο αυτό είναι ότι το μεγάλο θύμα θα γίνει τελικά η ουσία. Ήδη οι πολιτικοί επωφελούνται από τις παρορμήσεις της cancel culture προκειμένου να την ακυρώσουν και στα media εμφανίζονται όλο και περισσότερα άρθρα γνώμης, ακόμη και από υπερασπιστές της cancel culture, που αμφισβητούν την επιθετικότητά της. Μόνο το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου, οι New York Times, η DW, ο Guardian, η Daily Mail, το BBC και η WSJ ασχολήθηκαν με αυτό ακριβώς το ζήτημα. Την ίδια στιγμή, ο Monty Python, John Cleese, θύμα cancelling και ο ίδιος και με τη δική του σαρκαστική ματιά, ετοιμάζει μια σειρά για το Channel 4, με τίτλο “Cancel Me” για να κατανοήσει, όπως λέει ο ίδιος αυτή την συμπεριφορά των αφυπνισμένων.

Και τα παράδοξα συνεχίζονται: η cancel culture έγινε mainstream, δηλαδή αποδυναμώθηκε και σταδιακά απαξιώνεται. Οι cancelled στόχοι πλέον δεν καταστρέφονται και σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, σχεδόν ηρωποιούνται: μια ενδιαφέρουσα περίπτωση αφορά την συγγραφέα του Harry Potter, J.K Rowling, η οποία έγινε cancelled όταν κατηγορήθηκε για τρανσοφοβία. Το κίνημα μποϋκοτάζ σε ο,τιδήποτε σχετίζεται με τον Harry Potter βρήκε υποστηρικτές και θα μπορούσε να εξελιχθεί σε σοβαρό πλήγμα για την συγγραφέα. Αυτό που συνέβη, όμως, ήταν να σηκωθεί ένα κύμα συμπάθειας, καθώς η επίθεση θεωρήθηκε άδικη και η αντίδραση υπερβολική, με αποτέλεσμα το τελευταίο της παιδικό βιβλίο να γίνει best seller μέσα σε λεπτά από την κυκλοφορία του.

Το επόμενο κύμα, που θεωρείται και το πιο «ανεξέλεγκτο» είναι η Outrage culture που είναι η πιο δραστική συνέχεια των 2 προηγούμενων. Το ρεύμα αυτό έχει έντονο το στοιχείο του «επείγοντος», ότι δηλαδή η τιμωρία πρέπει να έρθει μαζικά και αυτοστιγμί. Γι αυτό και, μέσω των social media, ενεργοποιεί 3 διαφορετικά εργαλεία. Πρώτον το μποϋκοτάζ, όπως στην περίπτωση της Rowling. Δεύτερον, την ad hominem επίθεση, δηλαδή την προσπάθεια αποδόμησης του χαρακτήρα μέσω της δημοσιοποίησης προσωπικών στοιχείων. Μπορεί τα στοιχεία που διαρρέονται να μην έχουν καμία σχέση με την πράξη που ξεσήκωσε τις αντιδράσεις, η επίθεση στο πρόσωπο, όμως, είναι αμείλικτη και συχνά, καταστροφική. Και τέλος, είναι η χρήση των εργαλείων των social media, όπως τα reviews, ως πυρομαχικά για cancelling.

Κάπως έτσι, τα social media έγιναν το δίκοπο μαχαίρι της κουλτούρας: από τη μια είναι όντως ένα μέσο πίεσης προς όλους αυτούς που πίστεψαν ότι μπορούν να κρυφτούν πίσω από την περιουσία και την δημοσιότητά τους, και να δρουν έξω από τα όρια του νόμου, της ηθικής, της ανοχής και της καλώς εννοούμενης ορθότητας. Την ίδια στιγμή, όμως, έγιναν το μέσο για να εξαπολυθούν επιθέσεις, να διαπομπευτούν άτομα και να καταστραφούν υπολήψεις, ακόμη και αν η στοχοποίηση τελικά κρίθηκε άδικη (βασικά, μόνο αυτές οι περιπτώσεις μας προβληματίζουν, για τις υπόλοιπες, είπαμε: συνέπειες). Γι αυτό, όποια πλευρά κι αν παίρνουμε σε σχέση με αυτό το κίνημα, ας προσπαθήσουμε να μην χάσουμε την ουσία και την αίσθηση δικαίου που έχει ο καθένας από εμάς. Έτσι όπως έγιναν τα πράγματα, αυτή είναι η πραγματική επανάσταση.

 

 

 

 

 

Written by The B.Mag