SPOTTED: Mr. 1900, ένας bon viveur στην Αθήνα

Ο Παναγιώτης Γρηγορίου δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που δημιούργησε το πρώτο αυθεντικό barber shop στην Αθήνα, αλλά μια ολόκληρη ιστορία που δεν θέλεις να σταματήσεις να διαβάζεις. Και έχει υπέροχο στυλ. Είναι αδύνατον να μη σταματήσεις για να τον προσέξεις.
ΑΠΟ ΤΗ ΔΩΡΑ ΜΑΣΤΟΡΑ
Γνώρισα τον Παναγιώτη μόλις είχε ανοίξει το μπαρμπέρικό του, σε ένα διαμέρισμα της Υψηλάντου, στο Κολωνάκι. Ψηλός, επιβλητικός, καλλιεργημένος και οραματιστής, έμοιαζε να έχει φτάσει από μια άλλη εποχή στην Αθήνα και φαινόταν έτοιμος να ταράξει τα νερά της. Τελικά, αυτό έκανε. Και ποτέ δεν χορταίνω να ακούω την ιστορία του από το στόμα του:
«Γεννήθηκα στο Κάιρο της Αιγύπτου. Είμαι 4ης γενιάς Αιγυπτιώτης και τελείωσα την Αμπέτειο Σχολή, το κλασσικό ελληνικό σχολείο. Μεγάλωσα σε ένα σταυροδρόμι πολιτισμών. Στη γειτονιά μου υπήρχαν παιδιά από κάθε γωνιά του κόσμου. Ήταν ένα φαινόμενο παγκοσμιοποίησης. Διαφορετική κουλτούρα. Διαφορετικά ερεθίσματα. Άλλος κόσμος. Κάποια στιγμή και βλέποντας την πτωτική τάση που είχε η Αίγυπτος, αποφάσισα να έρθω στην Ελλάδα για τις σπουδές μου. Έτσι, βρέθηκα στα 18 μου σε αυτή την πόλη, που μέχρι τότε επισκεπτόμουν μόνο για τις καλοκαιρινές διακοπές μου. Σπουδάζοντας Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων καθώς και Διοίκηση Ανθρωπίνου Δυναμικού, άρχισα να ψάχνω να βρω ένα κουρείο. Στην Αίγυπτο υπήρχε ξεκάθαρος διαχωρισμός του μπαρμπέρικου με το κομμωτήριο. Στα κουρεία, μάλιστα, γινόταν το father and son bonding. Εκεί, με πήγε για πρώτη φορά ο πατέρας μου και είδα το σμίξιμο πολλών διαφορετικών ανθρώπων. Γιατροί, εργάτες, δικηγόροι, υπάλληλοι όλοι στον ίδιο χώρο συζητώντας για διάφορα θέματα από μπάλα μέχρι πολιτική, γελώντας και διασκεδάζοντας. Μέχρι και κάποιο όργανο μπορεί να έβγαινε στο κουρείο. Ήταν εντελώς αυθεντική και φολκλόρ κατάσταση. Ένα κλίμα σχέσης, χωρίς γυναίκες και χωρίς καμιά ανάγκη να το παίξει κάποιος κοκόρι. Όλα αυτά είχαν αποτυπωθεί στο μυαλό μου και η πρώτη μου διάθεση ήταν να δημιουργήσω μια ανάλογη λέσχη.
Στην Ελλάδα, όμως, η έννοια της λέσχης είναι πολύ διαφορετική. Έτσι, άρχισα να σκέφτομαι την δημιουργία ενός μπαρμπέρικου. Συμπτωματικά, τότε, βρέθηκε στα χέρια μου και η πρώτη καρέκλα μπαρμπέρη που έχω μέχρι και σήμερα. Αυτό που πραγματικά ήθελα ήταν να δημιουργήσω ένα μπαρμπέρικο που θα μεταφέρει εικόνες και μνήμες. Το άρωμα της παιδικής πούδρας, της κολόνιας Μυρτώ, της κλασικής Sauvage που είχε και ο παππούς μου στον καθρέφτη του μπάνιου του σε τεράστια μπουκάλια, της φαλτσέτας ή της διαδικασίας που χρειαζόταν το ξυράφι να μπει σε μια μηχανή, που όλοι θυμόμασταν να κάνουν οι πατεράδες μας. Ήθελα να πιάσω αυτό το κοινό που θα το ευαισθητοποιούσαν αυτές οι μνήμες. Μερικές φορές σκέφτομαι πως θα ήταν να είχα ξεκινήσει το 1900 νωρίτερα, αλλά νομίζω ότι στα 38 χρόνια μου που το δημιούργησα, ήταν η κατάλληλη στιγμή. Και ήταν, μάλιστα πέντε ή έξι χρόνια πριν ξεκινήσει η παγκόσμια τάση με τα μπαρμπέρικα.
Για να μάθω τι συμβαίνει πραγματικά σε ένα μπαρμπέρικο, πήγα στο κουρείο του Κολλάρου, στην Απόλλωνος και του ζήτησα να πηγαίνω να σκουπίζω κάθε απόγευμα για να αποκτήσω την επαφή, να δω πως κινείται ο κόσμος, να μάθω την δουλειά.
Για το μπαρμπέρικό μου εμπιστεύτηκα αμέσως τον Αγιάντ, Αιγύπτιο μπαρμπέρη που βρήκα στο Λονδίνο και από τότε δουλεύει εδώ. Θυμάμαι να είναι δύσπιστος απέναντι στο εγχείρημά μου και να του λέω πως κάποτε θα ξυρίζει σε αυτό το μπαρμπέρικο, την αφρόκρεμα της Αθήνας. Και έτσι έγινε. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να γίνει το 1900 γνωστό. Τα media το αγάπησαν και το ανέδειξαν αμέσως. Ίσως γιατί ήταν τόσο πολύ διαφορετικό με ό,τι υπήρχε μέχρι τότε. Και εγώ ήμουν διαφορετικός ανάμεσα στους άλλους. Δεν είχα προσπαθήσει, όμως, γι αυτό. Έτσι ήμουν από πάντα. Μετά, από κάποιες εφηβικές αναζητήσεις για το στυλ μου, είχα καταλήξει πως θέλω να είμαι έτσι ακριβώς όπως αισθάνομαι όμορφα.
Θυμάμαι ακόμη την πρώτη φορά που με πήγε ο πατέρας μου στον ράφτη για να φτιάξω το πρώτο μου blazer σακάκι. Μπορεί να ήταν ο ράφτης κουφός στην κυριολεξία και το blazer ένα σακάκι που δεν χρειάζεται καμιά σημαντική λεπτομέρεια, όμως μόνο και μόνο με τις πρόβες και την επαφή με όλη την διαδικασία, αποκτάς μια άλλη αίσθηση για το στυλ. Δεν έχω καμιά ανάγκη να αλλάξω το στυλ μου και να το διαμορφώσω ανάλογα με τις τάσεις και την εποχή. Έχω αποφασίσει ότι αγαπάω τα αυθεντικά κομμάτια. Δεν μπορώ την ρέπλικα. Τόσο για τον εαυτό μου όσο και για την διακόσμηση των χώρων μου. Αγαπώ να δίνω ζωή σε παλιά κομμάτια. Έτσι είναι το ποδήλατό μου, που χρονολογείται από το 1938 όπως και πολλά άλλα κομμάτια που βρίσκονται μέσα στο 1900. Με το ίδιο σκεπτικό το δημιούργησα. Δεν ήθελα να κάνω κάτι που θα πρέπει να αλλάζει με το χρόνο αλλά να είναι μια σταθερά. Ένας τόπος που βασιλεύει μια συγκεκριμένη εποχή, αυτή του 1900. Η εποχή της αποικιοκρατίας και της βιομηχανικής επανάστασης. Η εποχή των μεγάλων αλλαγών και της εξέλιξης. Δυστυχώς, στην Ελλάδα σήμερα δεν έχουν όλοι την αντίστοιχη διάθεση.
Περισσότερο παρασύρονται από τις τάσεις και αναπαράγουν έτοιμα σκηνικά. Δεν είναι αυτόφωτοι. Είναι ετερόφωτοι και δεν θέλουν να βάλουν τον εαυτό τους στην διαδικασία σκέψης ή να ρισκάρουν μια ιδέα. Γι αυτό και ανά τακτά διαστήματα εγκαταλείπουν αυτό που κάνουν ή το στυλ που υπηρετούν, βρίσκουν μια νέα δίνη και παρασύρονται απ’ αυτή. Ποτέ δεν ένιωσα την ανάγκη να φωνάξω ότι είμαι μπαρμπέρικο. Αυτό το καταλάβαινε και το αισθανόταν ο οποιοσδήποτε επισκεπτόταν το 1900. Ούτε καν barber pole δεν τοποθέτησα απ’ έξω. Το barber pole αναφερόταν σε μια εποχή που το μπαρμπέρικο ήταν ταυτόχρονα και οδοντιατρείο ή χειρουργείο ή τόσα άλλα. Για ποιο λόγο, λοιπόν, να βάλω σήμερα barber pole στο μαγαζί μου; Κάποιοι το κάνουν και αυτόματα νομίζουν ότι έφτιαξαν ένα μπαρμπέρικο. Αλήθεια, όμως, αυτό σημαίνει μπαρμπέρικο; Πολλοί δεν ξέρουν καν τι σημαίνει barber pole. Άλλοι πάλι, προσπάθησαν να αντιγράψουν το 1900 αλλά δεν το κατάφεραν. Ο πολυδιάστατος χαρακτήρας του αλλά και η παρουσία ενός Αιγύπτιου μπαρμπέρη με πραγματική γνώση στις τεχνικές και τις υπηρεσίες, έφερναν μεγάλες δυσκολίες. Εξάλλου δεν ταιριάζει σε πολλούς αυτή η σημειολογία. Μετά, παρουσιάστηκαν οι Schorem με ένα βιομηχανικού τύπου ρετρό, με tattoo και άλλη φιλοσοφία. Και αυτό προσπάθησαν κάποιοι να αντιγράψουν. Και πάλι δεν ήταν πολύ εύκολο. Πίσω από τους Schorem υπάρχει ολόκληρη στρατηγική marketing.
Με ρωτάνε συχνά για τα κουστούμια μου. Τα ράβω σε έναν άνθρωπο που είναι αφοσιωμένος στην δουλειά του. Δεν χρησιμοποιεί καν πατρόν. Κόβει πάνω στο ύφασμα. Τον αφήνω να κάνει αυτό που θέλει και τον εμπνέω γι’ αυτό. Κάθε κουστούμι μου είναι διαφορετικό. Δεν υπάρχουν πια τέτοιοι ράφτες. Το επάγγελμά τους έσβησε σιγά-σιγά, όπως του μπαρμπέρη. Τα υφάσματά μου τα αγοράζω από τον Τάκη Στουρνάρα. Έχει ένα μαγαζί γεμάτο με τα καλύτερα υφάσματα. Υπάρχουν ακόμη τόπια μέσα που έφερνε ο πατέρας του. Τότε, οι υφασματάδες δεν έφερναν μόνο μερικά μέτρα ύφασμα. Έφερναν τόπια. Και δεν δειγμάτιζαν με μικρά κομματάκια υφάσματος που δεν σου επιτρέπουν να καταλάβεις το χρώμα ή την υφή. Άπλωναν μέτρα ύφασμα πάνω σου και καταλάβαινες αμέσως αν κάτι σου ταιριάζει ή όχι.
Σήμερα, απολαμβάνω να κάνω την βόλτα μου στους Βασιλικούς κήπους και δεν έχω κανένα πρόβλημα να τους λέω βασιλικούς, παρόλο που δεν είμαι βασιλικός, γιατί δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή, όπως τα ανάκτορα στο Τατόι, και δεν νιώθω καμιά ανάγκη να αλλάξω την ιστορία για να φανώ δημοκράτης. Δε μου αρέσει καθόλου που στην Αθήνα δεν υπάρχουν αυθεντικά, ιστορικά καφέ όπως υπάρχουν σε όλες τις πρωτεύουσες της Ευρώπης. Δεν χαίρομαι τον καφέ στην Αθήνα. Το μόνο μαγαζί που θα μπορούσε να έχει σοβαρό καφέ και ποτό αυτή την στιγμή είναι το κοσμηματοπωλείο Kessaris. Η μπάρα που υπάρχει μέσα στο κοσμηματοπωλείο, είναι αυθεντική και απείραχτη μέσα στα χρόνια. Ένα κόσμημα μοναδικής αισθητικής.
Όταν είμαι στο σπίτι μου, δεν κάνω σχεδόν τίποτα. Κάθομαι και κάνω απλώς τα επόμενά μου σχέδια με ώρες περισυλλογής και σιωπής. Για το ντύσιμό μου δεν χρειάζομαι παρά ελάχιστη ώρα. Ξυπνάω, σκέφτομαι ένα στοιχείο που θα ήθελα να φορέσω, όπως ένα ζευγάρι μανικετόκουμπα ή τα δαχτυλίδια που φοράω σήμερα, και μετά χτίζω την εμφάνισή μου σαν να ζωγραφίζω σε λευκό μουσαμά. Αγαπώ τα Single Malt Whiskey και θα ήθελα να υπάρχει ένα μπαρ στην Αθήνα που να μπορεί ο barman να μου προτείνει το σωστό whiskey, την κατάλληλη στιγμή. Θα έλεγα ότι είμαι άνθρωπος του αποστάγματος και όχι των blends. Αγαπώ να ταξιδεύω στην Ιταλία. Την αγαπώ από τη μια άκρη έως την άλλη. Αγαπημένος μου δίσκος είναι ο Sugar Man του Rodriguez. Άρωμα δεν φοράω αλλά αν φορούσα θα ήταν το Eau Sauvage. Αγαπώ την φυσική μυρωδιά των ανθρώπων.
Κάποτε είχα πει ότι το 1900 The Barber Shop θα είναι γνωστό σε όλους. Συγκεκριμένα, έλεγα πως θα είναι πολύ πιο γνωστό από την Αγγλική πρεσβεία που βρίσκεται απέναντί του. Αυτό συνέβη. Και παρόλο που είναι ένα μπαρμπέρικο που θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε στον κόσμο, μου αρέσει που είναι εδώ. Στην Αθήνα».