SUCCESS STORY: The Rolling Stones – Η επιχειρηματική πλευρά της σπουδαιότερης ροκ μπάντας του κόσμου.

Όχι μόνο παραμένουν ενεργοί ύστερα από 60 χρόνια καριέρας, αλλά και δημιούργησαν ένα brand με τζίρο που θα τον ζήλευαν και οι μεγαλύτερες πολυεθνικές. Ladies and gentlemen, The Rolling Stones!
Από τον Πάνο Μπόμπολα
Εάν έπρεπε να μιλήσουμε για την καλλιτεχνική τους αξία και τη συμβολή τους στη μουσική του πλανήτη Γη, ειλικρινά, οι σελίδες του τεύχους που κρατάς στα χέρια σου δεν θα μας έφταναν. Αυτή τη φορά, αποφασίσαμε να τους αντιμετωπίσουμε ως επιχειρηματίες και να ερευνήσουμε το πώς καταφέρνουν αυτοί οι γεροδιάολοι να διατηρούν το “προϊόν” τους φρέσκο και επικερδές από τα 60s μέχρι και σήμερα.
O ΚΑΛΟΣ Ο CEO
Διακτινιζόμαστε στο 1970 και οι Rolling Stones είναι ήδη γνωστοί παντού. Οι δίσκοι τους πουλούν σαν ζεστά ψωμάκια, ενώ έχουν καταφέρει να κάνουν τεράστια επιτυχία στη δύσκολη για τις ευρωπαϊκές μπάντες αμερικανική αγορά. Θα περίμενε κανείς να είναι ήδη από τότε εκατομμυριούχοι, αλλά όχι. Η μπάντα βρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής καταστροφής, καθώς οι κραιπάλες, τα drugs και η κακή διαχείριση των χρημάτων είναι τρόπος ζωής για τα μέλη της. Κάπου εδώ προσλαμβάνουν τον από μηχανής θεό Prince Rupert Loewenstein, ο οποίος αναλαμβάνει το management και το λογιστήριο των Rolling Stones. Μέχρι το 2007 που ο Loewenstein βγήκε στη σύνταξη, το συγκρότημα είχε χρηματιστηριακή αξία άνω των 2 δις ευρώ!
Φυσικά, για να γίνει αυτό έπρεπε ο Mick Jagger, ο Keith Richards και οι υπόλοιποι να παίξουν σωστά το business παιχνίδι. Και το έκαναν: Σύμφωνα με αποκάλυψη του περιοδικού Fortune, ο Loewenstein έπεισε τα τέσσερα βασικά μέλη της μπάντας να ιδρύσουν ισάριθμες εταιρείες για να εκμεταλλεύονται τα κέρδη τους. Οι εταιρείες ονομάζονται Promopub, Promotone, Promotour και Musidor και όλες τους έχουν έδρα στην Ολλανδία όπου οι φόροι είναι σαφώς χαμηλότεροι από την πατρίδα των Rolling Stones την Αγγλία.
“Όσο δουλεύαμε από το Λονδίνο, έπρεπε να πληρώνουμε φόρο 98 σεντς ανά δολάριο. Τα μαζέψαμε και φύγαμε από τη χώρα μας και νομίζω ότι αυτή έχασε όχι εμείς”, δηλώνει με ειλικρίνεια στο Fortune ο Mick Jagger.
TOUR MANAGEMENT
Οι Stones έκαναν τη διαφορά στις συναυλίες ήδη από τα τέλη των 60s. Χρησιμοποιούσαν τεράστιους ενισχυτές και δεκαπλάσια ηχεία σε σχέση με άλλες μπάντες, δημιουργώντας συνθήκες arena rock ακόμη και στα πιο μικρά κλαμπάκια όπου έπαιζαν.
Το 1989 όμως, έκαναν τη μεγάλη κίνηση: Γνωρίζοντας ότι βρίσκονται λίγο πριν τη μετάβαση της μουσικής στην ψηφιακή εποχή, γνωρίζοντας ότι το χρήμα πλέον θα βγαίνει από τις συναυλίες και το merchandise και όχι από τις πωλήσεις δίσκων, προσέλαβαν τον Καναδό tour director Michael Cohl. Αυτός, έκλεινε τα live της μπάντας σε κάθε γωνιά της Γης με συγκεκριμένο κασέ και θέτοντας τους δικούς του όρους, παρακάμπτοντας τους τοπικούς διοργανωτές. Ταυτόχρονα, φρόντιζε σε κάθε συναυλία να πουλιούνται χιλιάδες μπλουζάκια, αφίσες, κούπες, αναπτήρες κ.λπ. με το logo των Rolling Stones συγκεντρώνοντας κάθε σεντ από το κέρδος.
BAND Ή ΚΑΛΥΤΕΡΑ BRAND;
Μιλώντας για το logo των Rolling Stones, το περίφημο κόκκινο στόμα με τη γλώσσα, αξίζει να αναφέρουμε ότι η μπάντα το πλήρωσε μόλις 50 λίρες το 1970. Δημιουργός του ο John Pasche, ένας μαθητευόμενος τότε γραφίστας που, φυσικά, δεν φανταζόταν ότι το σχέδιό του 50 χρόνια αργότερα θα είναι το σήμα κατατεθέν ενός brand αξίας 2 δις.
Αλλά δεν είναι μόνο το logo που χρειάζεται μια μπάντα για να γίνει brand. Οι Rolling Stones ανέκαθεν έπαιζαν σωστά το παιχνίδι της δημοσιότητας. Η γοητευτικά νευρόσπαστη σκηνική παρουσία του Mick Jagger, το πειρατικό look του Keith Richards, αλλά και η προσαρμογή της μουσικής τους ανάλογα με τις εποχές, είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που χρειάζεται μια μπάντα για να γίνει μπράντα!
Τη φιλοσοφία του brand φαίνεται ότι την είχαν στο μυαλό τους από πολύ νωρίς οι Stones. Σε συνέντευξή του το 1967, ο Richards είχε πει ότι “οι Beatles διάλεξαν το λευκό χρώμα, σε εμάς απέμεινε το μαύρο”.
HUMAN RESOURCES
Η σωστή διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού είναι το άλφα και το ωμέγα για μια επιχείρηση. Και οι Rolling Stones, παρά τις αναποδιές και τα δράματα που αντιμετώπισαν με τα μέλη τους, κατάφεραν να παίξουν σωστά και σε αυτόν τον τομέα.
Τον Ιούλιο του 1969, όταν o σπουδαίος Brian Jones -εκ των ιδρυτών της μπάντας- βρέθηκε νεκρός στον πάτο της πισίνας του, οι υπόλοιποι αντέδρασαν σωστά: Αντί να τα παρατήσουν επειδή έχασαν το “πολυεργαλείο” του group, τον αντικατέστησαν με τους σωστούς μουσικούς αλλάζοντας τη δυναμική της μπάντας.
To 1993 όταν αποχώρησε ο αρχικός μπασίστας Bill Wyman, στη θέση του βρέθηκε ένας εκπληκτικός μουσικός, o Darryl Jones, ο οποίος, βάσει συμβολαίου, μένει στη σκιά της δημοσιότητας, φωτογραφίζεται σπανίως με τους υπόλοιπους και όλα αυτά για να μην χαλάσει το αφήγημα των “γερόλυκων του ροκ” από ένα νεότερο σε ηλικία μέλος. Μιλάμε για επαγγελματίες, όχι αστεία!
*
Οι ηλικίες των μελών των Rolling Stones ή αλλιώς ένας λόγος για να είμαστε αισιόδοξοι όλοι εμείς που πίνουμε και ένα ποτηράκι παραπάνω στην καθισιά μας:
Mick Jagger: 77 ετών
Keith Richards: 77 ετών
Charlie Watts: 79 ετών
Ronnie Wood: 73 ετών