BARBER MUSIC: Better than good

Σου δίνει την εντύπωση ότι έρχεται από μια άλλη εποχή. Λάτρης του retro, έχει επιλέξει να ταξιδεύει στον χρόνο με τις μουσικές του. Έχεις πολλούς λόγους να συναντάς τον Γιάννη Γεωργούλια aka Iznogood τα βράδια σου…

 ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟ

 

Δεν υπάρχει περίπτωση να ανήκεις στην κατηγορία των ανθρώπων που βγαίνουν στην Αθήνα και να μην έχεις πέσει πάνω στον Iznogood πολλές φορές. Ο Γιάννης έχει γράψει τη δίκη του ιστορία πίσω από τα decks.

Γιάννη, πως ξεκίνησες το ταξίδι σου με τη μουσική;
Πολύ ξαφνικά και αναπάντεχα. Ως φοιτητής ήμουν καθημερινός θαμώνας σε ένα μπαρ. Ένα βράδυ, ο μπάρμαν που έβαζε παράλληλα και μουσική, μου ζήτησε να τον βοηθήσω στην επιλογή της μουσικής λόγω φόρτου εργασίας. Αυτό το πρώτο βράδυ έγινε δεύτερο και τρίτο και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, γιατί τελικώς συνειδητοποίησα πως έτσι έπρεπε να ήταν και να είναι όλα τα βράδια της ζωής μου.

Ποια είναι η μουσική που θέλεις να παίζεις; Διαμορφώνεις το playlist ανάλογα με το ύφος του κάθε μαγαζιού;
Η μουσική που μου αρέσει και αυτή παίζω, είναι κυρίως Jazz, σε όλες της τις μορφές. Psychedelic, Rhythm & blues και μουσικές από τις χώρες της Αφρικής, που προσωπικά λατρεύω. Το playlist είναι μεγάλη και δύσκολη ιστορία, αλλά ναι, κατά κύριο λόγο, επιλέγεται από το ύφος του μαγαζιού, χωρίς όμως να φεύγω σε άλλα μουσικά μονοπάτια λόγω του ύφους του μαγαζιού. Θέλω να πω, πως οι ίδιες μουσικές μου, με τα ίδια τραγούδια, με άλλη σειρά και σε διαφορετικό μαγαζί με διαφορετικό κόσμο, έχουν εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα. Όπως καταλαβαίνεις λοιπόν, το ύφος στο παίξιμό μου και όχι το playlist, ήταν, είναι και θα παραμείνει το ίδιο.

Επηρεάζει η μουσική το στυλ ή το στυλ τη μουσική;
Η μουσική ορίζει το στυλ. Είμαι απόλυτος σε αυτό. Σκεφτείτε λίγο, Beatles, Jimi Hendrix, Serge Gainsbourg, Bootsy Collins, David Bowie. Καλλιτέχνες που με τη μουσική τους και το προσωπικό τους στυλ, επηρέασαν το παγκόσμιο ρεύμα της μόδας σε ντύσιμο, χτένισμα και ύφος γενικότερα. Είμαστε ένα περιοδικό για μπαρμπέρηδες και κατ’επέκταση ένα αντρικό περιοδικό. Πως θα σου φαινόταν η ιδέα να παίξεις μουσική σ’ έναν χώρο μπαρμπέρικου, που ίσως είχε και μια μπάρα σερβίροντας ποτά;  Καταπληκτική ιδέα. Η μουσική χωράει σε όλους τους χώρους. Ιδέες υπάρχουν πολλές και το επεξεργάζομαι χρόνια. Περιμένω προτάσεις…

Τι μουσική θα προτιμούσες να παίξεις σ έναν χώρο περιποίησης του άντρα;
Σίγουρα Rhythm & Blues, σαν βάση. Πιστεύω πως ταιριάζει με την κίνηση των χεριών του μπαρμπέρη. Τα blues έχουν μια ηρεμία και δυναμική ταυτόχρονα, χαλαρώνουν και εμπνέουν. Από εκεί και πέρα, αναλόγως τους πελάτες, την ώρα, αλλά και το ύφος του εκάστοτε μπαρμπέρικου.

Επισκέπτεσαι κάποιο μπαρμπέρικο; Έχεις κάποια μνήμη από τα παλιά χρόνια που είχες επισκεφθεί σε μικρή ηλικία;
Έχω πολλές αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, όχι όμως και τόσο καλές. Τα χρόνια εκείνα, το κούρεμα ήταν συχνό και μάλιστα πολύ κοντό. «Με την ψιλή» που λένε. Παραδόξως όμως, σύχναζα σε κουρείο, γιατί εκτός του κουρέματος, μου άρεσε πολύ ο χώρος χωρίς να ήξερα το γιατί. Ως εκ τούτου από την εφηβεία μου και μετά δεν ξαναπάτησα για κούρεμα, γιατί άφησα τα μαλλιά μου και τα κράτησα μακριά. Μετά από πολλά χρόνια και βλέποντας την ταινία «Ο εραστής της κομμώτριας» (Le Mari de la Coiffeuse) όμως, ερωτεύτηκα τον χώρο του κουρείου σε βαθμό που έψαχνα να βρω κάποιο παλαιό κουρείο, κλειστό ή εν ενεργεία, για να το κάνω μπαρ. Η ιδέα αυτή όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, χωρίς βέβαια να την έχω ξεχάσει. Τα τελευταία χρόνια, ναι, επισκέπτομαι τα καινούργια κουρεία και τα χαζεύω, απ’ έξω όμως και μου αρέσει αυτή η τάση των νέων να αναβαθμίσουν, να εξελίξουν το επάγγελμα με καινούργιες τεχνικές, κρατώντας την παλιά ατμόσφαιρα του χώρου. Τέλος, επειδή αποφάσισα να έχω πλέον κοντά μαλλιά, επισκέφτηκα ένα και χωρίς φόβο, μπήκα για κούρεμα. Και αυτό θα συνεχιστεί.

Πες μας δυο αγαπημένα σου τραγούδια που δεν κουράζεσαι ποτέ να ακούς.
Πολύ δύσκολη η ερώτηση να διαλέξω μόνο δύο κομμάτια, αλλά αυτά τα δύο σίγουρα με έχουν στιγματίσει. Milt Jackson – Enchanted Lady και Cymande – Dove.

Ποιο είναι το soundtrack που ταιριάζει στην Αθήνα;
Δεν ξέρω. Θα ήθελα πολύ όμως να της ταιριάξει κάποια στιγμή το Ασανσέρ για Δολοφόνους (Ascenseur pour l’ echafaud). Είμαι σίγουρος πως στα 50ς-60s, της ταίριαζε πάντως. Η Αθήνα έχει γίνει πλέον μια πόλη του Κόσμου, πολύβουη, πολυπολιτισμική και πολύχρωμη. Προσπαθεί με δυσκολία να ισορροπήσει και να βρει την καινούργια της ταυτότητα συνδυάζοντας το χθες με το σήμερα και το αύριο.

 

 

Written by The B.Mag